
Το ελληνικό Εθνικό Σύστημα Υγείας προσφέρει μεν καθολική κάλυψη, στηριζόμενο στη φορολογία αλλά και στην ασφάλιση, και επιπλέον εμφανίζει και πάρα πολύ μεγάλη συμμετοχή της ιδιωτικής δαπάνης.
Στη χώρα μας το 90% των ιδιωτικών δαπανών για την υγεία προέρχεται απευθείας από τους “χρήστες” (τους πολίτες), και μόνο το 10% καλύπτεται από τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες. Στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες συμβαίνει το ανάποδο.
Ακολουθήστε μας στο Google News
Οι ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας διακρίνονται στις κλινικές που παρέχουν Δευτεροβάθμια Φροντίδα Υγείας και στα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα και πολυιατρεία καθώς και τα προσωπικά ιατρεία ιδιωτών που παρέχουν Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας. Οι ιδιωτικές κλινικές, όπως και τα δημόσια νοσοκομεία, διακρίνονται σε Γενικές (παθολογικό και τμήμα γενικής χειρουργικής), Μικτές (τμήματα νοσηλείας και περισσότερα του ενός τμήματα παθολογίας και γενικής χειρουργικής) και Ειδικές (τμήματα νοσηλείας αποκλειστικά μιας ειδικότητας).
Σύμφωνα με την ετήσια απογραφική έρευνα θεραπευτηρίων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) ο αριθμός των θεραπευτηρίων, ιδιωτικές κλινικές και δημόσια νοσοκομεία, στην Ελλάδα το 2019 ανήλθε σε 269 μονάδες, σημειώνοντας μείωση την τελευταία τετραετία κατά 3,9%. Με βάση το νομικό καθεστώς τους, το μεγαλύτερο ποσοστό (52,4%) των θεραπευτηρίων κατά το 2019 ήταν ιδιωτικά. Κατά το 2019, το 63,2% των θεραπευτηρίων ήταν Γενικά, το 32,0% Ειδικά, διαφόρων ειδικοτήτων και το 4,8% Μικτά.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται ανακατατάξεις στο χώρο των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας συντελώντας στη συγκέντρωση του κλάδου. Εν προκειμένω στην αγορά ιδιωτικών υπηρεσιών Δευτεροβάθμιας Φροντίδας υγείας φαίνεται ότι οι πέντε (5) μεγαλύτεροι όμιλοι κατέχουν το 46% (CR5=46%) περίπου της συνολικής αγοράς ενώ η συγκέντρωση της αγοράς ιδιωτικών υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας υγείας, ήτοι στα διαγνωστικά κέντρα, είναι τέτοια ώστε οι τρείς (3) μεγαλύτεροι όμιλοι κατέχουν το 37% (CR3=37%) περίπου της συνολικής αγοράς.
Σχετικά με τον κλάδο ιδιωτικής ασφάλισης, παρατηρείται ότι στην Ελλάδα η διείσδυση του πληθυσμού σε αυτόν συγκριτικά με την Ευρώπη είναι περιορισμένη καθώς οι Έλληνες εξακολουθούν να έχουν περιορισμένη ασφαλιστική συνείδηση. Συγκεκριμένα τα ασφάλιστρα εκτιμάται ότι αποτελούν το 2,0% του ΑΕΠ στην Ελλάδα (2019) ενώ αντίστοιχα στην ΕΕ-28 αποτελούν το 7,45% (2018).
Στον κλάδο δραστηριοποιείται μικρός αριθμός μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεων με ισχυρή διαπραγματευτική δύναμη και σημαντικό μερίδιο στην αγορά, ενώ οι υπόλοιπες επιχειρήσεις είναι μικρο-μεσαίου μεγέθους, αλλά πολυπληθείς ανταγωνιζόμενες για μικρότερο μερίδιο της αγοράς. Συνολικά ο αριθμός των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά ανερχόταν σε 53 το 2018 όταν το 2006 ανερχόταν σε 86 εκ των οποίων 22 δραστηριοποιούνταν σε ασφάλειες ζωής και σε ασφάλειες υγείας. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος το 2020 δραστηριοποιούνται συνολικά στην αγορά μόνο 33 επιχειρήσεις.
Στην παροχή υπηρεσιών ασφάλισης υγείας εκτιμάται ότι οι τρεις (3) μεγαλύτερες εταιρίες κατέχουν περίπου το 50% (CR3=50%) της εν λόγω αγοράς. Σημαντικές συγκεντρώσεις έχουν λάβει χώρα και σε αυτόν τον κλάδο και η σχετική τάση ενδέχεται να συνεχιστεί.
Σημειώνεται δε ότι τα ασφάλιστρα υγείας την τελευταία τετραετία έχουν αυξηθεί σημαντικά . Το 2019 εκτιμάται ότι τα ασφάλιστρα υγείας ανήλθαν σε €254,3εκ., αυξημένα κατά 9,1% σε σύγκριση με το 2018.
Με πληροφορίες από την Κλαδική έρευνα στην Υγεία της Επιτροπής Ανταγωνισμού