Θ. Μητράκος : Αυτά είναι τα πλαίσια της εποπτείας στην ιδιωτική ασφάλιση και τι αλλάζει το 2018 με την εφαρμογή της IDD

Στο θέμα της εποπτείας στην ιδιωτική ασφάλιση αναφέρθηκε ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Μητράκος, την Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017, μιλώντας στην εκδήλωση της ΕΑΕΕ με θέμα: «Καταναλωτής: Βασική αρχή η προστασία του»
Διαβάστε όλο και κείμενο της ομιλίας του και τις αναφορές του στα θέματα της εποπτείας που αφορούν τις εταιρίες, την διαμεσολάβηση και την προστασία του καταναλωτή :
Επιτρέψτε μου κατ’ αρχάς να ευχαριστήσω την Ένωση Ασφαλιστικών Εταιριών για την πρόσκληση να συμμετάσχω στη φετινή Ημέρα Ασφάλισης που αποτελεί πλέον έναν καταξιωμένο θεσμό και γιορτή για τα στελέχη της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς. Θέλω επίσης να συγχαρώ τους εμπνευστές της σημερινής εκδήλωσης για την ιδέα που είχαν να αφιερώσουν σημαντικό μέρος της στο ζήτημα της προστασίας του καταναλωτή. Κάθε προσπάθεια που στοχεύει στο δίπτυχο «προστασία και ενημέρωση» του καταναλωτή είναι, από εποπτικής πλευράς και από εμένα προσωπικά, όχι μόνο ευπρόσδεκτη αλλά και εντελώς απαραίτητη για την αξιοπιστία και την ανάπτυξη της ασφαλιστικής αγοράς.
Είναι γεγονός ότι η αγορά ιδιωτικής ασφάλισης, παγκοσμίως και όχι μόνο στην Ελλάδα, χαρακτηρίζεται από ασυμμετρία πληροφόρησης, καθώς το επίπεδο των γνώσεων που έχουν οι καταναλωτές για τους κινδύνους και τις λύσεις που προσφέρονται διαφέρει σημαντικά από το επίπεδο γνώσεων τόσο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων όσο και των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών. Εξάλλου, σύμφωνα με μελέτες που έχουν γίνει, οι Ευρωπαίοι καταναλωτές δηλώνουν περιορισμένη γνώση για τα χρηματοοικονομικά και ασφαλιστικά προϊόντα που προσφέρονται, με συνέπεια να διστάζουν να προχωρήσουν στην αγορά τους. Και όταν τελικά αποφασίσουν να αγοράσουν τέτοια προϊόντα, τις περισσότερες φορές δεν είναι βέβαιοι ότι έχουν λάβει την καλύτερη δυνατή προσφορά, δηλαδή ότι απολαμβάνουν τις καλύτερες δυνατές παροχές σε σχέση με το κόστος που επωμίζονται.
Προστασία καταναλωτή: βασικοί άξονες σύμφωνα με το υφιστάμενο εποπτικό και κανονιστικό πλαίσιο
Στην Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, η EIOPA, στις θεσμικές της πρωτοβουλίες — στις οποίες μετέχει και η αρμόδια Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικών Ασφαλίσεων μέσω του συμβουλίου εποπτών — έχει προτάξει, πέρα από τη διασφάλιση της ευρωστίας των αγορών και των χρηματοοικονομικών προϊόντων, και την προστασία των ασφαλισμένων διευρύνοντας τη διαφάνεια, την απλούστευση και την προσβασιμότητα σε ολόκληρη την εσωτερική ευρωπαϊκή αγορά ασφαλίσεων.
Στην προσπάθεια αυτή, η προστασία του καταναλωτή ασφαλιστικών προϊόντων και υπηρεσιών εδράζεται σε δύο βασικούς και συμπληρωματικούς μεταξύ τους άξονες.
Ο πρώτος άξονας αφορά τη φερεγγυότητα των παρόχων ασφαλιστικών υπηρεσιών, ώστε να ελαχιστοποιείται η πιθανότητα φαινομένων ανάκλησης της άδειας ασφαλιστικής επιχείρησης. Με απλά λόγια, η πρώτη βασική προστασία για τον καταναλωτή είναι η διασφάλιση από περιπτώσεις εκκαθαρίσεων ασφαλιστικών επιχειρήσεων μέσω της ενίσχυσης της φερεγγυότητας των εταιριών αυτών. Στα στελέχη της ασφαλιστικής αγοράς το κανονιστικό αυτό πλαίσιο είναι γνωστό ως «Φερεγγυότητα ΙΙ». Το πλαίσιο αυτό ισχύει από την 1η Ιανουαρίου του 2016 στην Ελλάδα και σε όλες τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στόχος της «Φερεγγυότητας ΙΙ» είναι η μεγαλύτερη δυνατή προστασία των καταναλωτών ασφαλιστικών υπηρεσιών, μέσω της διασφάλισης ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα τιμήσουν τις υποχρεώσεις τους και ότι οι καταναλωτές θα λάβουν τις παροχές που αναμένουν να λάβουν. Αυτό επιτυγχάνεται μέσα από την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους, αλλά και την προσήκουσα εταιρική τους διακυβέρνηση.
Ο δεύτερος βασικός άξονας για την προστασία του καταναλωτή ασφαλιστικών προϊόντων και υπηρεσιών έχει να κάνει με την ενημέρωση του καταναλωτή. Πρόκειται για ένα πολύ πυκνό και διαρκώς διευρυνόμενο κανονιστικό πλαίσιο αυξημένων υποχρεώσεων ουσιαστικής ενημέρωσης του καταναλωτή από τις επιχειρήσεις και τους διανομείς των ασφαλιστικών προϊόντων τόσο πριν όσο και μετά τη σύναψη της σύμβασης κάλυψης ασφαλιστικών κινδύνων και για όσο διάστημα ο καταναλωτής παραμένει ασφαλισμένος. Η ενημέρωση αυτή πρέπει να καλύπτει με απλό και κατανοητό τρόπο όλο το φάσμα των πληροφοριών σχετικά με τους όρους, το κόστος και τους κινδύνους των ασφαλιστικών προϊόντων, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να επιλέγει αυτά που είναι κατάλληλα γι’ αυτόν με βάση τις ανάγκες του και τις οικονομικές του δυνατότητες. Στην κατεύθυνση αυτή έχουν καθιερωθεί από το υφιστάμενο νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο χωριστά ειδικά έντυπα για τις βασικές πληροφορίες, την ανάλυση αναγκών, την παροχή εξατομικευμένης συμβουλής, την αξιολόγηση καταλληλότητας προϊόντος, την προσυμβατική ενημέρωση, τις γενικές πληροφορίες πριν τη σύναψη της σύμβασης κ.ά.
Μήπως όμως η προσπάθεια προστασίας του καταναλωτή με καταιγισμό πληροφόρησης του δημιουργεί σύγχυση και οδηγεί σε αντίθετα αποτελέσματα; Είναι σε θέση ο καταναλωτής να κατανοήσει και να αξιοποιήσει αποτελεσματικά την πληροφόρηση αυτή;
Είναι γεγονός ότι εκδίδονται συνεχώς Οδηγίες, Κανονισμοί, εκτελεστικά πρότυπα και άλλες κανονιστικές διατάξεις για την προστασία του καταναλωτή. Θα έλεγα μάλιστα ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε ένα καταιγισμό – “τσουνάμι” – εποπτικών απαιτήσεων και ελλοχεύει ο κίνδυνος σε κάποιες περιπτώσεις ο καταναλωτής να χαθεί στο λαβύρινθο της υπερπληροφόρησης. Εκτιμώ ότι, αν αξιολογηθεί μέσα από συζητήσεις και έρευνες που γίνονται ότι ορισμένες απαιτήσεις πληροφόρησης μπορεί να οδηγήσουν σε αντίθετα αποτελέσματα, είναι βέβαιο ότι σταδιακά θα ατονήσουν και θα επανεξεταστούν από τις εποπτικές αρχές. Ως επόπτης, ωστόσο, αισθάνομαι μεγαλύτερη ασφάλεια για την προστασία του καταναλωτή όταν το πλαίσιο παρακινεί σε περισσότερη και όχι σε λιγότερη πληροφόρηση.
Η εποπτεία του ασφαλιστικού κλάδου από την Τράπεζα της Ελλάδος
Πέρα από το κανονιστικό πλαίσιο, αναμφισβήτητα σημαντικός παράγοντας στην προστασία του καταναλωτή είναι και η εποπτεία του ασφαλιστικού κλάδου με την ενδυνάμωση του επαγγελματισμού και της τεχνογνωσίας στο χώρο αυτό, κάτι που επιδιώκουμε σε καθημερινή βάση. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ως εποπτική αρχή της αγοράς ιδιωτικής ασφάλισης στην Ελλάδα, ασκεί εποπτεία λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την πολυπλοκότητα και την κλίμακα των κινδύνων που αναλαμβάνει η κάθε ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση. Πράγματι, η εφαρμοζόμενη εποπτική διαδικασία εστιάζει στην αξιολόγηση των κινδύνων που αντιμετωπίζουν ή ενδέχεται να αντιμετωπίσουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, καθώς και στην αξιολόγηση της ικανότητάς τους να προβαίνουν σε ορθή εκτίμηση αυτών των κινδύνων, λαμβάνοντας υπόψη το περιβάλλον στο οποίο λειτουργούν.
Στις περιπτώσεις ασφαλιστικών ομίλων με διασυνοριακές εργασίες, η Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΔΕΙΑ) συνεργάζεται με τις εποπτικές αρχές των άλλων χωρών στις οποίες δραστηριοποιείται ο όμιλος, ενώ, μέσω της συμμετοχής της στα κολλέγια εποπτών, διασφαλίζει το συντονισμό των εποπτικών δράσεων. Θέλω να πιστεύω ότι όλοι οι παράγοντες της ασφαλιστικής αγοράς αναγνωρίζουν πλέον το αναβαθμισμένο επίπεδο εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει αναδιοργανώσει και ενισχύσει με εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό την αρμόδια εποπτική Διεύθυνση.
Η ΔΕΙΑ, πέρα από την καθημερινή διαδικασία εποπτείας βάσει των υποβαλλόμενων αναφορών και στοιχείων, πραγματοποιεί τακτικές θεματικές και άλλες συναντήσεις με τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις όχι μόνο σε επίπεδο διοικητικού συμβουλίου αλλά και με τους υπευθύνους των βασικών λειτουργιών (αναλογιστικής, διαχείρισης κινδύνου, συμμόρφωσης και εσωτερικού ελέγχου).
Βασικός στόχος της ΔΕΙΑ με τις δράσεις της είναι να αξιολογεί διαρκώς:
• την αποτίμηση των ασφαλιστικών υποχρεώσεων και των κεφαλαιακών απαιτήσεων,
• την επενδυτική πολιτική, καθώς και το βαθμό κατανόησης των αναλαμβανόμενων κινδύνων της επιχείρησης από όλους όσους συμμετέχουν στη λήψη των επενδυτικών αποφάσεων, ανεξαρτήτως της θέσης τους στην κλίμακα της ιεραρχίας,
• την ικανότητα ιδίας αξιολόγησης των κινδύνων και της φερεγγυότητας των επιχειρήσεων,
• την καταλληλότητα και αξιοπιστία των μελών του διοικητικού τους συμβουλίου και των υπευθύνων των βασικών λειτουργιών τους.
Επιπρόσθετα, η Τράπεζα της Ελλάδος εργάζεται συστηματικά για την εντατικοποίηση της εποπτείας ώστε οι ελληνικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις να βελτιώνουν τις διαδικασίες παραγωγής και κυρίως τους όρους διάθεσης των ασφαλιστικών προϊόντων στον καταναλωτή. Συνεργάζεται στενά με τις αντίστοιχες εποπτικές αρχές των ξένων ασφαλιστικών επιχειρήσεων που λειτουργούν στην Ελλάδα εκμεταλλευόμενες το δικαίωμα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, με γνώμονα πάντοτε την προστασία του Έλληνα καταναλωτή ασφαλιστικών υπηρεσιών.
Φυσικά, δεν θα πρέπει να εφησυχάζουμε καθώς, από τη φύση του αντικειμένου της, η ασφαλιστική αγορά θα αντιμετωπίζει συνεχώς κινδύνους και προκλήσεις. Το μακροοικονομικό περιβάλλον, το χαμηλό επίπεδο επιτοκίων και η αναζήτηση υψηλότερων αποδόσεων θα επηρεάσουν την κερδοφορία και την κεφαλαιακή επάρκεια των επιχειρήσεων ιδιωτικής ασφάλισης τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη. Ιδίως δε σε περιπτώσεις επιχειρήσεων οι οποίες οφείλουν να καλύψουν υποχρεώσεις που περιλαμβάνουν υψηλές εγγυήσεις επιτοκίων.
Επίσης, ενώ από τη μια πλευρά η αξιοποίηση της τεχνολογίας έχει συμβάλει στην παροχή καλύτερων υπηρεσιών στους καταναλωτές και σε χαμηλότερο κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων, από την άλλη δεν θα πρέπει να παραγνωρίζονται οι κίνδυνοι από τις κυβερνοεπιθέσεις, που αυξάνονται σε αριθμό, πολυπλοκότητα και σοβαρότητα. Στην κατεύθυνση αυτή, η Τράπεζα της Ελλάδος με συνεχείς ελέγχους συμβάλλει στην ενίσχυση των πληροφοριακών συστημάτων των επιχειρήσεων.
Η εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος στο πλευρό του καταναλωτή
Ειδικότερα, σχετικά με τις εποπτικές ρυθμίσεις που έχει μέχρι σήμερα θεσπίσει η Τράπεζα της Ελλάδος για την προστασία του καταναλωτή, ενδεικτικά αναφέρω:
• Την υποχρέωση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών να διαθέτουν διαδικασίες για αποτελεσματική αντιμετώπιση των παραπόνων των πελατών τους. Οι διαδικασίες αυτές προβλέπουν ότι τα παράπονα θα εξετάζονται αμερόληπτα και σύμφωνα με το νόμο, οι δε απαντήσεις θα δίνονται γραπτώς και αιτιολογημένα, εντός συγκεκριμένης προθεσμίας. Επιπλέον, κατ’ εφαρμογή της Πράξης Εκτελεστικής Επιτροπής 88/5.4.2016 της Τράπεζας της Ελλάδος οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις υποχρεούνται να διαθέτουν λειτουργία διαχείρισης παραπόνων και να ορίζουν κατάλληλο στέλεχος ως επικεφαλής αυτής.
Το ότι το μέτρο αυτό αποδίδει αντανακλάται στο μειωμένο αριθμό παραπόνων που διαχειρίστηκαν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις: 5.634 το 2014, 4.660 το 2015 και 4.369 το 2016.
• Την υποχρέωση περαιτέρω ενίσχυσης της διαφάνειας στη λειτουργία των επιχειρήσεων και των διαμεσολαβητών, μέσω της εξέτασης καταγγελιών που υποβάλλουν οι καταναλωτές απευθείας στην Τράπεζα της Ελλάδος τόσο κατά επιχειρήσεων όσο και κατά διαμεσολαβητών.
Ο αριθμός των καταγγελιών αυτών που διαχειρίστηκε η ΔΕΙΑ τα τελευταία έτη βαίνει μειούμενος τόσο κατά των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (495 καταγγελίες το 2014, 392 το 2015 και 421 το 2016) όσο και κατά των διαμεσολαβητών (81 καταγγελίες το 2014, 26 το 2015 και μόλις 17 το 2016).
• Την πιστοποίηση των γνώσεων των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών με βάση εξεταστέα ύλη που συνεχώς επικαιροποιείται. Από τον Απρίλιο του 2012 έχουν πιστοποιηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος 31.089 άτομα.
• Τη διά βίου μάθηση των διαμεσολαβητών με τουλάχιστον 15 ώρες υποχρεωτική εκπαίδευση κατ’ έτος, η οποία λειτουργεί ήδη από το 2015, βάσει σεμιναρίων που αξιολογεί και παρακολουθεί ειδική επιτροπή της Τράπεζας της Ελλάδος και τα οποία παρέχουν ασφαλιστικές επιχειρήσεις, πιστωτικά ιδρύματα και φορείς όπως το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Ελληνικό Ινστιτούτο Ασφαλιστικών Σπουδών.
• Τις προπαρασκευαστικές κατευθυντήριες γραμμές της ΕΙΟΡΑ σχετικά με τις απαιτήσεις εποπτείας και διακυβέρνησης των προϊόντων ασφαλιστικών επιχειρήσεων και διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων.
Είναι προφανές ότι η εποπτική αρχή αποδίδει μεγάλη σημασία στο ρόλο της πιστοποίησης και εκπαίδευσης των στελεχών της ασφαλιστικής αγοράς για τη συνεχή βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους καταναλωτές και την προστασία τους. Αυτός κατά την γνώμη μου είναι ο τρίτος βασικός άξονας για την προστασία των καταναλωτών ασφαλιστικών προϊόντων και υπηρεσιών. Όσο καλύτερα καταρτισμένος και ενημερωμένος είναι ο σχεδιαστής αλλά και ο διανομέας των ασφαλιστικών προϊόντων, τόσο καλύτερα θα ενημερώσει ο τελευταίος τους καταναλωτές για να κάνουν πιο αποδοτικές τις επιλογές τους.
Στον ίδιο άξονα θα ήθελα να εντάξω και την ανάγκη δημιουργίας ενός Ενιαίου Μητρώου Διαμεσολαβητών, το οποίο προβλέπεται και από την Οδηγία για τα δίκτυα διανομής ασφαλιστικών προϊόντων. Η προσπάθεια αυτή βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και αναμένεται να ολοκληρωθεί σύντομα με τη συνεργασία όλων των εμπλεκομένων. Η δημιουργία και συνεχής ενημέρωση του Ενιαίου Μητρώου Διαμεσολαβητών θα προσδώσει διαφάνεια και αξιοπιστία στην αγορά, θα διευκολύνει τη διαχείριση και την εποπτεία των επαγγελματιών του χώρου και επιπλέον θα προστατεύσει τον καταναλωτή από τους μη επαγγελματίες.
Η προστασία του καταναλωτή ενισχύεται περαιτέρω από τις επικείμενες αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο
Πρόσθετες ρυθμίσεις για την προστασία του καταναλωτή ενσωματώνονται στις αλλαγές του ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου, οι οποίες τίθενται σε ισχύ από τις αρχές του 2018. Ειδικότερα:
Ο Κανονισμός για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής με επενδυτικά χαρακτηριστικά, γνωστός και ως Κανονισμός PRIIPs (Packaged Retail and Insurance-based Investment Products − PRIIPs), που θα ισχύει από 1.1.2018 για όλες τις μετέπειτα πωλήσεις. Ο εν λόγω Κανονισμός περιλαμβάνει οριζόντιες ρυθμίσεις που διέπουν όλα τα προϊόντα με κοινά χαρακτηριστικά, είτε προέρχονται από τράπεζες, είτε είναι αμιγώς επενδυτικά προϊόντα, είτε είναι ασφαλιστικά προϊόντα με επενδυτικά χαρακτηριστικά. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Κανονισμού είναι η εισαγωγή του Εντύπου Βασικών Πληροφοριών (Key Information Document – KID) για κάθε επενδυτικό προϊόν, προκειμένου ο καταναλωτής να μπορεί να διαμορφώσει ολοκληρωμένη άποψη για το προϊόν και να το συγκρίνει με αντίστοιχα προϊόντα, ασφαλιστικά και μη.
Από τον Κανονισμό αυτόν είναι φυσικό ότι θα επηρεαστεί και ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων. Σήμερα, ο ανταγωνισμός περιορίζεται στο εσωτερικό του κλάδου, καθώς η κάθε ασφαλιστική επιχείρηση έχει να ανταγωνιστεί κατά κανόνα μόνο άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις που παράγουν παρόμοια προϊόντα, ενώ ο ανταγωνισμός από άλλους τομείς του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι περιορισμένος. Σύντομα, ωστόσο, ο ανταγωνισμός θα είναι διατομεακός και όλο και εντονότερα διασυνοριακός.
Παράλληλα, το Φεβρουάριο του 2018 αναμένεται να ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο η Οδηγία για τα δίκτυα διανομής ασφαλιστικών προϊόντων, γνωστή και ως Insurance Distribution Directive (IDD). Με αυτή καθορίζονται τα απαιτούμενα βήματα από το σχεδιασμό ενός προϊόντος μέχρι τη διανομή του στους καταναλωτές, στοχεύοντας στην εξάλειψη φαινομένων ασύμμετρης πληροφόρησης. Σύμφωνα με την Οδηγία, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πληροφόρηση και το επίπεδο κατανόησης των εν δυνάμει αγοραστών κάθε προϊόντος.
Η ασφαλιστική επιχείρηση θα λειτουργεί πλέον ως οιονεί προσωπικός σύμβουλος του ασφαλισμένου για τη διαχείριση του κινδύνου του. Θα είναι υποχρεωμένη να αποτρέπει με δική της πρωτοβουλία εν τη γενέσει τους αθέμιτες ή παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές, χωρίς παρέμβαση της εποπτικής αρχής, και θα είναι πλήρως υπεύθυνη για τα προϊόντα που παράγει, χωρίς να μπορεί να υπεκφύγει, επικαλούμενη τις συμβάσεις που έχει συνάψει με τους διανομείς των προϊόντων της.
Μια κρίσιμη παράμετρος σε αυτές τις νομοθετικές παρεμβάσεις είναι η εναρμονισμένη εφαρμογή τους σε όλα τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτός είναι και ο γνώμονας στη δημιουργία εκ μέρους της ΕΙΟΡΑ δύο πολύ σημαντικών εργαλείων:
• Το πρώτο είναι το market monitoring, δηλαδή ο μηχανισμός που θα επιτρέπει στις εποπτικές αρχές να γνωρίζουν τα προϊόντα που προωθούνται στις αγορές τους, τα δίκτυα και τις πρακτικές της προώθησής τους και να ανταλλάσσουν σχετικές πληροφορίες. Ο επόπτης συνεπώς θα έχει μεγαλύτερες δυνατότητες ώστε, αντί να επεμβαίνει μόνο ex post (αφού έχει ήδη προκληθεί ζημιά), να παρεμβαίνει και προληπτικά για να αποτρέπει δυνητικά επιζήμιες καταστάσεις.
• Το δεύτερο εργαλείο συνδέεται με τις αυξημένες πλέον δυνατότητες της εποπτικής αρχής να παρεμβαίνει στην αγορά. Από την 1.1.2018, η εποπτεία θα μπορεί ακόμη και να απαγορεύει τη διάθεση συγκεκριμένων προϊόντων ή τη χρήση εμπορικών πρακτικών που αξιολογεί ως ζημιογόνες, π.χ. σε περιπτώσεις σύνθετων προϊόντων που είναι εξαιρετικά δυσνόητα για τη στοχευόμενη ομάδα καταναλωτών.
Αισιόδοξες οι προοπτικές της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς
Ολοκληρώνοντας, θέλω να αναφέρω την εκτίμησή μου, που θεωρώ ότι είναι κοινή πεποίθηση όλων των παραγόντων της αγοράς, ότι οι προοπτικές για την ασφαλιστική αγορά είναι αισιόδοξες. Και αυτό διότι, παρά το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον για σειρά ετών, η ασφαλιστική αγορά άντεξε και σήμερα εμφανίζει επάρκεια κεφαλαίων, με το μεγαλύτερο ποσοστό των επιλέξιμων κεφαλαίων να ταξινομούνται στην υψηλότερη κατηγορία ποιότητας.
Επιπρόσθετα, η ασφαλιστική παραγωγή είχε αρχίσει να δείχνει τάσεις ανάκαμψης πριν ακόμη καταγραφεί η επιστροφή της οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, τάση που αναμένεται να ενισχυθεί τώρα που η οικονομία είναι σε αναπτυξιακή τροχιά. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το περιθώριο ανάπτυξης του κλάδου είναι ιδιαίτερα μεγάλο, καθώς η ελληνική αγορά παραμένει σημαντικά υποασφαλισμένη, με την ετήσια παραγωγή ασφαλίστρων ως ποσοστό του ΑΕΠ να υπολείπεται κατά περίπου τέσσερις φορές του μέσου όρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ετήσια κατά κεφαλήν ασφαλιστική δαπάνη στην Ελλάδα να διαμορφώνεται περίπου στο 1/5 του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η χαμηλή διείσδυση των ασφαλιστικών προϊόντων στην ελληνική αγορά σε κλάδους μη υποχρεωτικής ασφάλισης (π.χ. ασφαλίσεις πυρός, σεισμού, πλημμύρας). Εξάλλου, οι εκτιμώμενες θετικές προοπτικές του κλάδου φαίνονται και από τις παρατηρούμενες επενδυτικές κινήσεις στην αγορά και τη συμμετοχή στρατηγικών επενδυτών σε εγχώριες ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Κυρίες και Κύριοι,
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι το ισχύον πυκνό κανονιστικό πλαίσιο έχει ιεραρχήσει ψηλά την προστασία των καταναλωτών, κυρίως δε της έχει προσδώσει διαρκή και μόνιμο χαρακτήρα, ενιαίο μάλιστα για όλες τις χώρες της ΕΕ.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Τράπεζα της Ελλάδος, η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης, η ανεξάρτητη αρχή του Συνηγόρου του Καταναλωτή, οι εναλλακτικοί φορείς εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, το ευρωπαϊκό δίκτυο FIN-NΕΤ και η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος εργάζονται, ο καθένας μέσα από το δικό του ρόλο, συνεχώς για να ενισχύσουν την αξιοπιστία της ασφαλιστικής αγοράς και να διασφαλίσουν ένα συμπαγές πλέγμα για την προστασία του καταναλωτή. Συμβάλλουν έτσι στη διαμόρφωση ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για την αξιοποίηση των δυνατοτήτων και προοπτικών που διανοίγονται για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και την κάλυψη της απόστασης που χωρίζει την ελληνική ασφαλιστική αγορά από τις ευρωπαϊκές.
Σας ευχαριστώ πολύ.


Ακολουθήστε μας στο Google News


Προτεινόμενα Άρθρα

Συντάκτης: News Team

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΕΡΩΤΗΣΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ *